- ἀήρ
- воздух
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀήρ — Aër. masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αήρ — Βλ. λ. αέρας. * * * ( έρος), ο (Α ἀήρ) βλ. αέρας … Dictionary of Greek
ἠέρα — ἀήρ Aër. masc/fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠέρες — ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠέρι — ἀήρ Aër. masc/fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠέρος — ἀήρ Aër. masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek
ἀέρ' — ἀ̱έρα , ἀήρ Aër. masc/fem acc sg ἀ̱έρι , ἀήρ Aër. masc/fem dat sg ἀ̱έρε , ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠέρ' — ἠέρα , ἀήρ Aër. masc/fem acc sg (epic) ἠέρι , ἀήρ Aër. masc/fem dat sg (epic) ἠέρε , ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
аер — воздух , др. русск. аєръ, яєръ (Жит. Алекс. Невск.); см. Гудзий, Ист. 195; ст. слав. аеръ ἀήρ. Заимств. из греч. ἀήρ, новогреч. ἀέρας … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера